εφήμερα φυτά

εφήμερα φυτά
Φυτά, τα οποία περνούν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους μέσα στο έδαφος με τη μορφή σπερμάτων ανθεκτικών στην ξηρασία και στη σήψη και είναι σε θέση να φυτρώσουν, να ανθίσουν και γενικά να ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους μέσα σε λίγες μόνο ημέρες, όταν οι περιβαλλοντικές συνθήκες γίνουν ευνοϊκές. Τα ε.φ. είναι συνηθισμένα στις ερήμους, στις οποίες η υγρασία διατηρείται σχεδόν μόνιμα σε απαγορευτικά για τη βλάστηση επίπεδα. Μένουν σε νάρκη τον καιρό της ανομβρίας, φυτρώνουν και ανθίζουν ξαφνικά, ύστερα από τις σπάνιες βροχές, και αλλάζουν τελείως το τοπίο με τα πολύχρωμα άνθη τους. Χάνονται σύντομα, καθώς το έδαφος στεγνώνει, αφού πρώτα σχηματίσουν νέα ανθεκτικά σπέρματα. Το περίεργο είναι ότι δεν φυτρώνουν όλα τα είδη ε.φ. ύστερα από κάθε βροχή, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι μόνο η υγρασία η οποία καθορίζει την εξέλιξή τους αλλά και άλλοι παράγοντες που δεν είναι πάντα γνωστοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Αδώνια — Αρχαία ελληνική γιορτή προς τιμήν του Άδωνη. Τελούταν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας την άνοιξη ή το καλοκαίρι, μόνο από γυναίκες. Τα Α. διαρκούσαν δύο μέρες. Την πρώτη θρηνούσαν τον πρόωρο χαμό του Άδωνη, μπροστά σε κέρινα ομοιώματά του,… …   Dictionary of Greek

  • φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Τουρκμενιστάν — H χώρα βρίσκεται στη νοτιοδυτική Kεντρική Aσία και συνορεύει προς βορρά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοδυτικά με το Kαζαχστάν, δυτικά είναι η Kασπία θάλασσα, νότια με το Iράν και νοτιοανατολικά με το Aφγανιστάν.Το Tουρκμενιστάν δημιουργήθηκε μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”